πάπυρον

πάπυρον
πάπῡρον , πάπυρος
papyrus
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • LAICI — vide supra, in voce Clerici. Item infra, Narthex, Navis. Sed et Laici, in Monasteriis dicuntur, qui vulgo Conversi, Oblati, Donati; de quibus vide Haeften. Disquisttion. Monasticar. l. 3. tract. 1. disquis. 8. et Menard. ad Concardiam Regular. p …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σφαιρώ — όω, ΜΑ [σφαῖρα] 1. κάνω κάτι σφαιρικό, σφαιροειδές («σφαιροῡν πάπυρον», Αλέξ. Αφρ.) 2. παθ. σφαιροῦμαι, όομαι α) (για την ψυχή) παίρνω τη μορφή σφαίρας β) (για όπλο, ιδίως ακόντιο που φέρει στο άκρο του σφαιρίδιο αντί για αιχμή) καλύπτομαι στο… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”